- παρακοιμιστής
- ὁ, ΜΑ [παρακοιμίζω]μσν.μαστροπόςαρχ.αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακοιμιστάς — παρακοιμιστά̱ς , παρακοιμιστής make to lie with masc acc pl παρακοιμιστά̱ς , παρακοιμιστής make to lie with masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)